-
1 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
2 изменение
изменение с η αλλαγή, η μεταβολή η τροποποίηση (поправка)* * *сη αλλαγή, η μεταβολή; η τροποποίηση ( поправка) -
3 поправка
поправка ж 1) η διόρθωση. η επανορθωση (исправление)' η τροποποιήση (изменение)' внести \поправкаи συμπληρώνω, κάνω διορθώσεις 2) (здоровья) η ανάρρωση* * *жвнести́ попра́вки — συμπληρώνω, κάνω διορθώσεις
2) ( здоровья) η ανάρρωση -
4 видоизменение
1. (действие) η τροποποίησηη μεταβολήη μετατροπήη αλλαγή2. (разновидность чего-л.) η παραλλαγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > видоизменение
-
5 исправление
1. (изменение, дополнение, поправка) η τροποποίηση 2. (устранение недостатков, ошибок) η (επι)διόρθωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исправление
-
6 модификация
η τροποποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модификация
-
7 переделка
η αλλαγή, η μεταποίηση, η τροποποίηση, η επιδιόρθωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переделка
-
8 поправка
1. (дополнение к тексту) η τροποποίηση, η συμπλήρωση (του κειμένου) 2. (к изменениям, наблюдениям) η διόρθωση 3. (изменение, дополнение, исправление) η διόρθωση, η επιδιόρθωση, η αποκατάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поправка
-
9 превращение
η μετατροπή, η τροποποίηση, η αλλαγή, η μεταβολή, η μεταμόρφωση, ο μετασχηματισμός- в жидкое состояние η ρευστοποίηση, η υγροποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > превращение
-
10 усилитель
ο ενισχυτ/ήςο πολλαπλασιαστήςапериодический - μη περιοδικός -, μη-επιλεκτικός -йодистый полигр. - ιωδιούχος -масштабный вчт. - της κλίμακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усилитель
-
11 усовершенствование
η βελτίωση, η τελειοποίηση, η καλυτέρευσηη τροποποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усовершенствование
-
12 усовершенствованность
η τελειοποίηση, η βελτίωση, η τροποποίηση-ый τελειοποιημένος, βελτιωμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усовершенствованность
-
13 видоизменение
видоизменениес1. (действие) ἡ τροποποίηση, ἡ μεταβολή, ἡ μετατροπή, ἡ ἀλλαγή·2. (разновидность) ἡ παραλλαγή. -
14 изменение
изменениес (действие и результат) ἡ μεταβολή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή / ἡ μετατροπή, ἡ τροποποίηση [-ις] (видоизменение):·\изменение к лу́чшему (к ху́дшему) ἡ ἀλλαγή στό καλύτερο (στό χειρότερο)-впредь до \изменениеения μέχρι ἀλλαγής· вносить \изменениеения κάνω τροποποιήσεις. -
15 модификация
модифи||кацияж ἡ τροποποιηση [-ις], ἡ τροπολογία. -
16 поправка
поправк||аж1. (починка) ἡ ἐπισκευή, ἡ ἐπιδιόρθωση [-ις]·2. (здоровья) ἡ ἀποκατάσταση, ἡ βελτίωση, ἡ ἀνάρρωση:у него́ дело чдет на \поправкау ἡ ὑγεία του καλ-λιτερεύεν3. (отравление) ἡ διόρθωση[-ις]. ἡ τροποποίηση/ ἡ τροπολογία (в законопроекте, резолюции). -
17 modification
[-fi-]noun τροποποίηση,τροπολογία -
18 модификация
[μαντιφικάτσυγια] ουσ. θ. τροποποίηση -
19 модификация
[μαντιφικάτσυγια] ουσ θ τροποποίηση -
20 изменение
-я ουδ.αλλαγή μετατροπή,τροποποίηση, μεταλλαγή μεταβολή•изменение голоса αλλαγή της φωνής•
-я в составе правительства1 αλλαγές στη σύνθεση της κυβέρνησης•
изменение к лучшему, к худшему αλλαγή προς το καλύτερο, προς το χειρότερο•
внести -я επιφέρω τροποποιήσεις.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροποποίηση — η, Ν [τροποποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τροποποιώ, μερική μεταβολή, μεταρρύθμιση («τροποποίηση τού σχεδίου») … Dictionary of Greek
τροποποίηση — η μερική μεταβολή, μικρή μεταρρύθμιση: Τροποποίηση του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… … Dictionary of Greek
αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek